παλαιογραφικός

παλαιογραφικός
η , ό[ν] палеографический

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "παλαιογραφικός" в других словарях:

  • παλαιογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιογραφία ή στον παλαιογράφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιογραφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Κ. Σακελλαρόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • παλαιογραφία — η κλάδος της αρχαιολογίας που ασχολείται με την ανάγνωση παλιών χειρογράφων και τον καθορισμό της χρονολογίας σύνταξής τους. Ο επιστήμονας, παλαιογράφος, ο επίθ. παλαιογραφικός, ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην παλαιογραφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»